- σκουπιστικά
- τα, Ντα έξοδα για το σκούπισμα ενός χώρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίζω + κατάλ. -ικά που δηλώνει πληρωμή (πρβλ. αλεστ-ικά, κομιστ-ικά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκουπιστικά — τα έξοδα για το σκούπισμα κάποιου χώρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)